- ύπειμι
- (I)Α1. υπεισέρχομαι, εισχωρώ κρυφά2. καταλαμβάνω αιφνίδια («ἡ τυραννὶς ὡς λάθρᾳ γ' ἐλάμβαν' ὑπιοῡσά με», Αριστοφ.)3. (για πρόσ.) αποκτώ με επιτήδειο τρόπο την εύνοια κάποιου («οὕτω γὰρ ὑπῄει τὸ μειράκιον αὐτόν», Πλούτ.)4. αναχωρώ σιγά σιγά ή κρυφά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + εἶμι «έρχομαι»].————————(II)ΜΑ [εἰμί](συν. για πράγμ.) είμαι, βρίσκομαι, υπάρχω (α.«ὕπεστί μοι θράσος», Σοφ.β. «τὰ ὑπόντα σιτία», Πλούτ.)αρχ.1. βρίσκομαι από κάτω2. (για ίππο) είμαι ζευγμένος σε άρμα («ὑπὸ δὲ τοῑσι ἄρμασι ὑπῆσαν ἵπποι καὶ ὄνοι», Ηρόδ.)3. τίθεμαι ως βάση συλλογισμού ή επιχειρήματος («ὑπόντος τοῡδε», Ευρ.)4. παραμένω κρυμμένος («δείσαντες μὴ καὶ ἐνέδρα τις... ὑπείη», Ξεν.)5. υπόκειμαι, υποτάσσομαι6. φρ. «ὑπῆν μοι, ὡς...» — μού έρχεται στον νου (Πλατ.).
Dictionary of Greek. 2013.